αναπαύω — (Α ἀναπαύω και ποιητ. και ιων. ἀμπαύω) Ι. ενεργ. 1. απαλλάσσω κάποιον από τους κόπους, δίνω ανάπαυση, ξεκουράζω 2. ανακουφίζω, καταπραΰνω, ξαλαφρώνω 3. σκοτώνω κάποιον, τόν «βγάζω απ’ τη μέση» ΙΙ. μέσ. 1. διακόπτω σωματική ή πνευματική εργασία… … Dictionary of Greek
προχρωματόσωμα — το, Ν βιολ. σώμα, που διακρίνεται από τους πυρηνίσκους, και είναι ορατό στους εν αναπαύσει πυρήνες ορισμένων φανερόγαμων φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. prochromosome < pro + chromosome (< χρώμα + σώμα)] … Dictionary of Greek
Ελεαβούλκος, Θεοφάνης — (16ος αι.). Λόγιος, μοναχός και δάσκαλος, από τους πρωιμότερους της περιόδου της τουρκοκρατίας. Δεν υπάρχουν επαρκείς πληροφορίες για τη ζωή και τη δράση του. Είναι γνωστό πάντως ότι αρχικά ονομαζόταν Θωμάς και ότι ο πατέρας του καταγόταν από την … Dictionary of Greek
ՄԵՂՄ — (ոյ.) NBH 2 0248 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 8c, 11c, 14c ա. (լծ. թ. միւլայիմ, միլայիմ. յն. լտ. մալագօ՛ս, մօլլիս որ են մեղմ, եւ մեղկ). λεπτός tenuis, lenis, placidus, blandus. Կակուղ. նուազ. նիազ. հեզիկ. հանդարտ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)