ἀναπαύσει

ἀναπαύσει
ἀνάπαυσις
repose
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἀναπαύσεϊ , ἀνάπαυσις
repose
fem dat sg (epic)
ἀνάπαυσις
repose
fem dat sg (attic ionic)
ἀναπαύω
make to cease
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀναπαύω
make to cease
fut ind mid 2nd sg
ἀναπαύω
make to cease
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αναπαύω — (Α ἀναπαύω και ποιητ. και ιων. ἀμπαύω) Ι. ενεργ. 1. απαλλάσσω κάποιον από τους κόπους, δίνω ανάπαυση, ξεκουράζω 2. ανακουφίζω, καταπραΰνω, ξαλαφρώνω 3. σκοτώνω κάποιον, τόν «βγάζω απ’ τη μέση» ΙΙ. μέσ. 1. διακόπτω σωματική ή πνευματική εργασία… …   Dictionary of Greek

  • προχρωματόσωμα — το, Ν βιολ. σώμα, που διακρίνεται από τους πυρηνίσκους, και είναι ορατό στους εν αναπαύσει πυρήνες ορισμένων φανερόγαμων φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. prochromosome < pro + chromosome (< χρώμα + σώμα)] …   Dictionary of Greek

  • Ελεαβούλκος, Θεοφάνης — (16ος αι.). Λόγιος, μοναχός και δάσκαλος, από τους πρωιμότερους της περιόδου της τουρκοκρατίας. Δεν υπάρχουν επαρκείς πληροφορίες για τη ζωή και τη δράση του. Είναι γνωστό πάντως ότι αρχικά ονομαζόταν Θωμάς και ότι ο πατέρας του καταγόταν από την …   Dictionary of Greek

  • ՄԵՂՄ — (ոյ.) NBH 2 0248 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 8c, 11c, 14c ա. (լծ. թ. միւլայիմ, միլայիմ. յն. լտ. մալագօ՛ս, մօլլիս որ են մեղմ, եւ մեղկ). λεπτός tenuis, lenis, placidus, blandus. Կակուղ. նուազ. նիազ. հեզիկ. հանդարտ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”